- αμφιφα(ν)ής
- ης, ες астр. видимый во время восхода и захода (о звёздах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀμφιφάνει — ἀμφιφά̱νει , ἀμφιφαείνω beam around aor subj act 3rd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)